Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκύβω τον

  • 1 σκύβω

    1. μετ. гнуть, сгибать; нагибать, наклонять, склонить;
    2. αμετ. гнуться, сгибаться; нагибаться, наклоняться, склоняться;

    σκύβω πάνω από κάποιον (κάτι) — наклоняться над кем-л. (чём-л.);

    § σκύβω τη ράχη (τον αυχένα) — гнуть спину (шею);

    σκύβω τό κεφάλι — а) склонять, опускать голову; — б) потупить, понурить голову, потупиться, понуриться;

    δεν σκύβω το κεφάλι — не склонять головы (перед чём-л.), не покоряться, быть непокорным;

    σκύβω κάτω απ' το βάρος — гнуться под тяжестью (чего-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκύβω

  • 2 τράχηλος

    ο
    1) шея; 2) анат. шейка;

    § κάθομαι στον τράχηλο — сидеть на чьей-л. шее;

    σκύβω τον τράχηλο — гнуть шею (перед кем-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τράχηλος

  • 3 αυχένας

    [-ήν (-ενός)] ο
    1) шея; затылок, загривок;

    § σκύβω ( — или κύπτω, κλίνω) τον αυχέναςένα — гнуть шею, подчиняться;

    2) седловина;
    3) анат. шейка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυχένας

  • 4 ράχη

    [-ισ (-εως)] η
    1) спина; хребет;

    γυρίζω τη ράχη σε κάποιον — поворачиваться к кому-л. спиной; — относиться пренебрежительно к кому-л.;

    2) анат. позвоночный столб;
    3) спинка (стула, кресла); 4) корешок (книги); 5) (горный) хребет; 6) гребень (гор, крыши); 7) горная, скалистая местность; 8) косогор, склон (горы);

    § η ράχη τού μαχαιριού — тупая сторона ножа;

    σκύβω τη ράχη — гнуть спину перед кем-л.;

    σηκώνει η ράχη μου — иметь крепкий горб;

    быть выносливым;

    έχω κάποιον στην ράχη μου — иметь кого-л. на своей горбу, на своей шее;

    μου έχει πέσει στην ράχη μου — он навязался на мою шею;

    δείξε μας τη ράχη σου! — вон отсюда!;

    τον τρώει η ράχη του — ремень по нему плачет;

    έχει εβδομήντα χρόνια στη ράχη του — у него семьдесят лет за плечами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ράχη

См. также в других словарях:

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • επικύπτω — (AM ἐπικύπτω) [κύπτω] 1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.) 2. σκύβω για να κάνω κάτι μσν. υποκύπτω αρχ. 1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • προσκύπτω — ΜΑ [κύπτω] μσν. σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη αρχ. κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω …   Dictionary of Greek

  • υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • -βω — κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής (πρβλ. ανάβω, θάβω, κλέβω, κόβω, νίβω, ράβω, σκύβω, στύβω), που προήλθαν με μεταπλασμό από τα αρχαία ρήματα σε πτω, εξαιτίας του αορίστου σε ψα, που ήταν κοινός τόσο σε ρήματα της αρχαίας που σχημάτιζαν τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»